- πρόξενος
- Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή και υπηκόων άλλων κρατών, οι οποίοι έρχονται σε συναλλαγή με αυτό. Η προξενεία, στην αρχαία Ελλάδα είχε διαφορετικό περιεχόμενο· ο νεότερος θεσμός ανάγεται μάλλον στις κοινότητες των εγκατεστημένων στο εξωτερικό εμπόρων, οι οποίοι εξέλεγαν μεταξύ τους έναν πρόξενο δικαστή επιφορτισμένο να επιλύει τις διαφορές κατά το εθνικό ή το κοινό εμπορικό δίκαιο. Με τη μορφή αυτή, ο θεσμός επέζησε κατά κάποιον τρόπο στα καθεστώτα των διομολογήσεων, αλλά γενικά οι δικαστικές αρμοδιότητες του π. περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Κατά την ελληνική νομοθεσία, η προξενική αρχή αποτελεί μία από τις 3 υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών (οι άλλες 2 είναι η κεντρική και η πρεσβευτική). Κατά τον ν. 4952/1931 που οργανώνει τις υπηρεσίες αυτές οι π. ως βοηθητικά όργανα της Δικαιοσύνης εξετάζουν μάρτυρες, παραλαμβάνουν και δημοσιεύουν διαθήκες κλπ. Τα διοικητικά τους καθήκοντα είναι όμως πολύ ευρύτερα (έκδοση και επικύρωση διαβατηρίων, έκδοση πιστοποιητικών ιθαγένειας και άλλων διοικητικών πράξεων). Το καθεστώς της προξενικής υπηρεσίας έχει αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο διεθνούς συμφωνίας (Σύμβαση της Βιέννης 1963)· σύμφωνα με το διεθνές αυτό κείμενο, οι π. διακρίνονται σε δημοσίους υπαλλήλους και εμπόρους (άμισθους, που είναι πολλές φορές αλλοδαποί), και αναλαμβάνουν πάντοτε τα καθήκοντά τους κατόπιν συμφωνίας (διαπιστευτήρια γράμματα). Τα καθήκοντα των π. περιλαμβάνουν: α) τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του κράτους που εκπροσωπούν· β) διοικητικά και κατά κάποιον τρόπο δικαστικά καθήκοντα (όπως τα αναφερόμενα στον ελληνικό νόμο), καθώς επίσης άρση ναυτικών και εμπορικών διαφορών – σε καιρό πολέμου δίνουν στους ουδετέρους πιστοποιητικά πλου (navicerts) ώστε να αποφύγουν τις επισκέψεις των πολεμικών σκαφών· γ) είναι όργανα παροχής πληροφοριών, οικονομικής, τεχνικής κλπ. φύσης, στις κυβερνήσεις τους.
Οι π. έχουν περιορισμένα, σε σχέση με τους διπλωμάτες, προνόμια· η ασυλία τους ισχύει μόνο για τις πράξεις της υπηρεσίας που ενεργούν, και τα φορολογικά τους προνόμια υφίστανται πολλές εξαιρέσεις. Υπέχουν ποινική ευθύνη στη χώρα όπου υπηρετούν, αλλά μόνο για βαριά εγκλήματα. Το προξενικό μέγαρο είναι άσυλο και η είσοδος σε αυτό των αρχών του τόπου γίνεται μόνο μετά από έγκριση του π.· το άσυλο δεν περιλαμβάνει όμως την ιδιωτική κατοικία του π. και της οικογένειάς του, όπως συμβαίνει με τους διπλωμάτες. Τέλος, ο προξενικός σάκος δεν υπόκειται σε άνοιγμα και έλεγχο, αλλά μπορεί να επιστραφεί από τις αρχές του τόπου της φιλοξενίας στον τόπο προέλευσης.
Η πλαϊνή πλευρά του Αμερικανικού Προξενείου στη Φλωρεντία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο, η, ΝΜΑ, και πρόξενος, -ον ΜΑ, και ιων. τ. πρόξεινος και κρητ. τ. πρόξηνος, Αως επίθ. αυτός που προξενεί κάτι, ο αίτιος για κάτι, αυτός στον οποίο οφείλεται κάτι, υπαίτιος (α. «πρόξενος αναταραχής» β. «πρόξενος κακῶν», Ρούφ.)νεοελλ.1. κυβερνητικός λειτουργός ενός κράτους τοποθετημένος σε ξένη επικράτεια, που έχει περιορισμένες ασυλίες και προνόμια, όπως τού απαραβίαστου τού προσώπου και τής μη υπαγωγής στις δικαιοδοσίες τών τοπικών δικαστηρίων και τού οποίου κυριότερα καθήκοντα είναι η προστασία τών συμφερόντων τού κράτους αποστολής και τών υπηκόων του, η ανάπτυξη τών εμπορικών, οικονομικών, πνευματικών και επιστημονικών σχέσεων, η έκδοση και ανανέωση διαβατηρίων και η χορήγηση και ανανέωση θεώρησης εισόδου στο κράτος αποστολής, η τέλεση συμβολαιογραφικών και ληξιαρχικών πράξεων, η διαφύλαξη τών συμφερόντων τών φυσικών και νομικών προσώπων ιθαγένειας τού κράτους αποστολής, η αντιπροσώπευση τών συμφερόντων τών υπηκόων τού κράτους αποστολής, η άσκηση ελέγχου και εποπτείας και η παροχή συνδρομής στα πλοία και στα αεροσκάφη τής χώρας αποστολής καθώς και στα πληρώματά τους2. φρ. α) «τακτικός πρόξενος» ή «έμμισθος πρόξενος» — πρόξενος, υπήκοος τής χώρας που αντιπροσωπεύει, στον οποίο απαγορεύεται να ασκήσει άλλο επάγγελμαβ) «επίτιμος πρόξενος» ή «άμισθος πρόξενος» — άτομο που ασκεί τα καθήκοντα προξένου, χωρίς να είναι υποχρεωτικά υπήκοος τής χώρας που εκπροσωπεί, δεν μισθοδοτείται και μπορεί να ασκεί άλλο επάγγελμαμσν.-αρχ.ως επίθ. αυτός που βοηθάει να γίνει κάτι, που συντελεί σε κάτι (α. «βωμοὶ τῶν εἰδώλων πρόξενοι δυσσεβείας», Θεοδώρ.β. «τεῡχος... πρόξενον εὐφραδίας», Αλκίφρ.)αρχ.το αρσ. ως ουσ.1. δημόσιος ξένος, επίσημος φίλος τής πόλεως, που ανακηρυσσόταν με επίσημη απόφαση («εἶναι πρόξενον τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων Στράτωνα τὸν Σιδῶνος βασιλέα καὶ αὐτὸν καὶ ἐκγόνους», επιγρ.)2. αναγνωρισμένος επίσημα αντιπρόσωπος ξένης χώρας - πόλεως που φρόντιζε για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τών υπηκόων της (α. «Θουκυδίδου τοῡ Φαρσαλίου τοῡ προξένου τῆς πόλεως παρόντος», Θουκ.β. «Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος... πρόξενον ὄντα Λακεδαιμονίων», Ανδοκ.)3. επίσημος απεσταλμένος ξένων ηγεμόνων, μέλος διπλωματικών αποστολών («Τιμησίθεον τὸν Τραπεζούντιον πρόξενον ὄντα τῶν Μοσσυνοίκων», Ξεν.)4. πόλη που αντιπροσωπεύει μια άλλη πόλη («εἶμεν τὰν πόλιν τῶν Δελφῶν πρόξενον τᾱς πόλιος τῶν Σαρδιανῶν», επιγρ.)5. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φιλοξενία τών ξένων («εἴσω προξένων μέθες πόδα», Ευρ.)6. δημόσιος υπάλληλος, αρμόδιος για την καταγραφή διαθηκών7. προστάτης, βοηθός («φρόντισον καὶ γενοῡ πανδίκως εὐσεβὴς πρόξενος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ξένος (πρβλ. από-ξενος)].
Dictionary of Greek. 2013.